- λινάρια
- λινάριονthreadneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιναρία — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 144 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, ΒΑ της αρχαίας Ολυμπίας, στα αριστερά του ποταμού Αλφειού και 28 χλμ. Α του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
λιναρία ή λίνοψη — (Linaria). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριιδών, της υφομοταξίας των αστεριδών. Τα λ. μοιάζουν με τα αντίρρινα, γνωστά με την κοινή ονομασία σκυλάκια. Ευδοκιμούν εύκολα στους ακαλλιέργητους τόπους και φύονται στην Ευρώπη και στη … Dictionary of Greek
σκροφουλαριίδες — (Scrophulariaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών τα περισσότερα από τα οποία είναι ποώδη. Βρίσκονται στους τροπικούς έως τις εύκρατες περιοχές, αλλά τα περισσότερα είδη, γύρω στις 3000, ευδοκιμούν στις ορεινές ζώνες με κλίμα εύκρατο αλλά ψυχρό … Dictionary of Greek
σκύρος — Το μεγαλύτερο νησί των Β. Σποράδων. Βρίσκεται ανατολικά της Εύβοιας, από την οποία απέχει 25 ναυτ. μίλια, και στο νομό της οποίας ανήκει. Η Σκ. είναι ορεινή (Κόχυλας 792 μ.). Οι ακτές της σχηματίζουν πολλούς όρμους, με κυριότερους της Καλογριάς,… … Dictionary of Greek
Archea Olymbia — Gemeinde Archea Olymbia Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας (Αρχαία Ολυμπία) … Deutsch Wikipedia
Archea Olympia — Gemeinde Archea Olymbia Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας (Αρχαία Ολυμπία) DEC … Deutsch Wikipedia
Skyros — Gemeinde Skyros Δήμος Σκύρου … Deutsch Wikipedia
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
γεωκαρπία — Το φαινόμενο κατά το οποίο ορισμένα φυτά, τα οποία ονομάζονται γεωκαρπικά, ωριμάζουν τους καρπούς τους κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Χαρακτηριστικό φυτό αυτής της κατηγορίας είναι η αραχίδα, το γνωστό μας αράπικο φιστίκι. Στα γεωκαρπικά… … Dictionary of Greek